- φτέριασμα
- το, Ν [φτεριάζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φτεριάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φτέριασμα — το, ατος (για νεοσσούς), ο σχηματισμός φτερώματος, το να βγάζει ένα πουλάκι φτερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτερούγιασμα — το, Ν [φτερουγιάζω] φτέριασμα … Dictionary of Greek